Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐς τὸ Ἐνυάλιον

См. также в других словарях:

  • Ἐνυάλιον — Ἐνυάλιος the Warlike masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνυάλιον — ἐνῡάλιον , Ἐνυάλιος the Warlike masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενυάλιος — Αρχαία πολεμική θεότητα. Δεν έχει αποσαφηνιστεί αν Ε. ήταν απλώς προσωνύμιο του Άρη, όπως απαντά στον Όμηρο, ή θεότητα, η οποία, τουλάχιστον αρχικά, ήταν αυτοτελής. Οι μεταγενέστεροι συγγραφείς τον θεωρούν γιο του Άρη και της Ενυούς ή του Κρόνου… …   Dictionary of Greek

  • CAPITALE — I. CAPITALE apud Recentiores, capitis quoque census est, alias Capitalitium, Capitagium et Cavagium, h. e. census quem homines de corpore seu de capite, quotannis domino tenebantur praestare, Germ. Kopffgelt. Cuiusmodi census iu Gallia ut… …   Hofmann J. Lexicon universale

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»